Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαγραμμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαγραμμίζω [δiaγramízo] -ομαι Ρ2.1 : χαράζω γραμμές για να διαιρέσω ή για να ορίσω κτ.: Διαγραμμισμένη επιφάνεια. Ο δρόμος δόθηκε στην κυκλοφορία πριν να διαγραμμιστεί.

[λόγ. < ελνστ. διαγραμμίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες