Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαγράφω [δiaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. διέγραψα, απαρέμφ. διαγράψει, παθ. αόρ. διαγράφηκα και διαγράφτηκα, απαρέμφ. διαγραφεί και διαγραφτεί, μππ. διαγραμμένος : I1. με κατάλληλες ενέργειες σβήνω, απαλείφω κτ. γραμμένο και ιδίως ακυρώνω τμήματα ενός γραπτού κειμένου χρησιμοποιώντας ειδικά σημάδια (γραμμές, X κ.ά.): Διέγραψε την τελευταία παράγραφο του κειμένου του. Διαγράφονται τρεις λέξεις. Διέγραψε με ένα χι (X) όλη τη σελίδα. || Διαγράφεται, ειδική ένδειξη χαραγμένη συνήθ. πάνω σε σφραγίδα με την οποία ακυρώνεται κτ. (π.χ. χαρτόσημο κ.ά.) για να μην ξαναχρησιμοποιηθεί. || (επέκτ.) καταργώ κτ., το κάνω να μην ισχύει πια: ~ τα χρέη / την ποινή κάποιου. 2. αποκλείω και απομακρύνω κπ. από ένα οργανωμένο σύνολο, από μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων: Tον διέγραψαν από το κόμμα / από το συνδικάτο / από το σύλλογο / από τον κατάλογο των μελών λόγω μη τήρησης των όρων του καταστατικού. || (μππ. και ως ουσ.): Οι διαγραμμένοι κλήθηκαν να επιστρέψουν στο κόμμα. 3. (μτφ.) καταργώ, διακόπτω μια σχέση, ξεγράφω κπ.: Tον διέγραψε από φίλο του. Tη διέγραψε από την καρδιά του, έπαψε να την αγαπάει. II. σχηματίζω, ακολουθώ μια γραμμή, μια τροχιά, συνήθ. καμπύλη: Tο αεροπλάνο / το πουλί διαγράφει κύκλους στον αέρα. H γη διαγράφει τροχιά γύρω από τον ήλιο. III. εκθέτω, παρουσιάζω κτ. σε γενικές γραμμές: Ο πρωθυπουργός διέγραψε τους βασικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής. IV. (παθ., στο γ' πρόσ.) 1. σχηματίζομαι, αποτυπώνομαι, διακρίνομαι: Ένα ειρωνικό χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπό του. Tο περίγραμμα των αντικειμένων διαγράφεται καθαρά. 2. φαίνομαι, διακρίνομαι μέσα από κτ.: Kάτω από το λεπτό φόρεμα διαγράφονται οι καμπύλες του σώματός της. Πίσω από τις κουρτίνες διαγράφονται οι σκιές τους. 3. για κτ. που δεν έχει ακόμα εμφανιστεί, συμβεί, υπάρξει, αλλά παρουσιάζεται ως πιθανότητα, δυνατότητα, πρόβλεψη: Διαγράφεται σοβαρός κίνδυνος. Διαγράφονται εξελίξεις. Tο μέλλον διαγράφεται ευοίωνο / ζοφερό. Οι προοπτικές διαγράφονται ευνοϊκές.
[λόγ. < αρχ. διαγράφω & σημδ. γαλλ. décrire]