Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαγιγνώσκω [δiajiγnósko] -ομαι Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. διέγνωσα, απαρέμφ. διαγνώσει, παθ. αόρ. διαγνώσθηκα, απαρέμφ. διαγνωσθεί : (λόγ.) 1. προσδιορίζω κτ. (συνήθ. ασθένεια) με βάση ορισμένες ενδείξεις ή συμπτώματα, κάνω διάγνωση: Ο γιατρός διέγνωσε ότι ο ασθενής πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια. Οι σπάνιες ασθένειες είναι δύσκολο να διαγνωσθούν. 2. (γενικότ.) συμπεραίνω, διακρίνω κτ. με βάση ορισμένες ενδείξεις: Διέγνωσα έγκαιρα τις πραγματικές του προθέσεις.
[λόγ. < ελνστ. διαγιγνώσκω, αρχ. σημ.: `διακρίνω΄]