Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβόλισσα η [δjavólisa] Ο27α : 1. γυναίκα τετραπέρατη, παμπόνηρη ή και πανούργα, μοχθηρή· διαβολογυναίκα. 2. (στα παραμύθια) η γυναίκα του διαβόλου.
[2: διάβολ(ος) -ισσα· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. diablesse]