Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβολόκαιρος ο [δjavolókeros] & (προφ.) διαολόκαιρος ο [δjaolókeros] Ο20 : χαρακτηρισμός για πολύ κακές καιρικές συνθήκες: Πού να βγεις έξω μ΄ αυτόν το διαβολόκαιρο!
[διαβολο-, διαολο- + καιρ(ός) -ος]