Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβολικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διαβολικός, επίθ.
  • Που σχετίζεται με το διάβολο, σατανικός, δόλιος:
    • διαβολικόν έργον (Ιστ. πατρ. 19413
    • από διαβολικής συνεργίας (Πανάρ. 7127).

[μτγν. επίθ. διαβολικός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες