Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαβολεμένος, μτχ. επίθ.
-
- Σατανικός:
- οργίστη του η πονηρή και η διαβολεμένη (Βεντράμ., Γυν. 92).
[μτχ. παρκ. του διαβολεύω (Δημ.). Η λ. και σήμ.]
- Σατανικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβολεμένος -η -ο [δjavoleménos] & (προφ.) διαολεμένος [δjaolemé nos] Ε3 : 1. (για πρόσ.) που τον χαρακτηρίζει υψηλού βαθμού εξυπνάδα ή και πονηριά ή εξαιρετική ικανότητα: Διαβολεμένη γυναίκα. || Διαολεμένο παιδί, πολύ ζωηρό, άτακτο. 2. (με αφηρ. ουσ.) που δηλώνει μια ιδιότητα σε πολύ υψηλό βαθμό: Έχει διαβολεμένο κέφι / διαβολεμένη τύχη. ~ αέρας / θόρυβος, πολύ δυνατός αλλά και ενοχλητικός.
διαβολεμένα & διαολεμένα ΕΠIΡΡ. [μππ. του ρ. διαβολεύω `παρασέρνω σε διαβολικές πράξεις΄ < διάβολ(ος) -εύω· αποβ. του μεσοφ. [v] κατά το διάβολος > διάολος]