Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβολή η [δiavolí] Ο29 : ψευδής κατηγορία που προσβάλλει την τιμή, την υπόληψη κάποιου· συκοφαντία: Mε συνεχείς διαβολές προσπάθησαν να τον καταστήσουν αντιπαθή.
[λόγ. < αρχ. διαβολή]