Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβολάκι το [δjavoláki] Ο44α : ηλεκτρική συσκευή με θερμαινόμενη εστία, που ζεσταίνει γρήγορα μικρή ποσότητα νερού συνήθ. για καφέ ή για τσάι· ματάκι.
[διάβολ(ος) -άκι]