Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβλητός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβλητός -ή -ό [δiavlitós] Ε1 : που μπορεί να θεωρηθεί, να κατηγορηθεί ως μη ορθός, ως επιλήψιμος. ANT αδιάβλητος: Οι αναθέσεις έργων / οι προσλήψεις έγιναν από την κυβέρνηση με διαβλητές διαδικασίες. Διαβλητά πρόσωπα / κριτήρια.

[λόγ. < αδιάβλητος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες