Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβεβαιώνω [δiaveveóno] Ρ1α : 1. βεβαιώνω ότι κτ. είναι πραγματικό, αληθές, σίγουρο: Σε ~ πως αυτή είναι η αλήθεια. Σας ~ για την ειλικρίνεια των αισθημάτων μου. 2. υπόσχομαι κτ. με βεβαιότητα: Mε διαβεβαίωσαν ότι η υπόθεσή μου θα τακτοποιηθεί. Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.
[λόγ. < ελνστ. διαβεβαι(ῶ) -ώνω, αρχ. διαβεβαιοῦμαι]