Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαβατός, επίθ.
-
- Που μπορεί να περαστεί, ευκολοδιάβατος:
- έρημος διαβατή (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2038).
[αρχ. επίθ. διαβατός. Ο πληθ. ουδ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Που μπορεί να περαστεί, ευκολοδιάβατος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβατός -ή -ό [δiavatós] Ε1 : που μπορεί κάποιος να τον περάσει: ~ ποταμός.
[λόγ. < αρχ. διαβατός]