Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβατικός -ή -ό [δjavatikós] Ε1 : (λογοτ.) περαστικός, πρόσκαιρος.

[λόγ. < ελνστ. διαβατικός `μεταβατικός (γραμμ.)΄, κατά τη σημ. του διαβαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες