Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβατήριο το [δiavatírio] Ο40 : 1. ειδικό πιστοποιητικό ταυτότητας σε σχήμα βιβλιαρίου, που χορηγείται από το κράτος και που επιτρέπει τη μετάβαση και την παραμονή κάποιου στο εξωτερικό: Έλεγχος διαβατηρίων. Φωτογραφίες για ~. Ευρωπαϊκό ~. Έκδοση / ισχύς / λήξη / ανανέωση του διαβατηρίου. 2. (μτφ.) για κτ. που επιτρέπει σε κπ. να κάνει κτ.: H εθνική μας ομάδα με την τελευταία νίκη της πήρε το ~ για τους τελικούς. ΦΡ πήρε ~ για τον άλλο κόσμο, είναι ετοιμοθάνατος.
[λόγ. εν. του αρχ. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. τά διαβατήρια (ενν. ἱερά) `θυσίες πριν από το πέρασμα σε ξένη χώρα΄ σημδ. γαλλ. passe, passeport]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβατήριος -α -ο [δiavatírios] Ε6 : (λαογρ.) που αναφέρεται στο πέρασμα από μια κατάσταση της κοινωνικής ζωής σε μια άλλη: Διαβατήρια έθιμα. Διαβατήριες τελετές.
[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. τά διαβατήρια (δες στο διαβατήριο)]