Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβατάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβατάρης ο [δjavatáris] Ο11 θηλ. διαβατάρισσα [δjavatárisa] Ο27α : (λογοτ.) ο διαβάτης, ο οδοιπόρος. || (ως επίθ.) περαστικός, διαβατάρικος.

[μσν. *διαβατάρης (πρβ. μσν. διαβαταρέα `πέρασμα΄) < διαβάτ(ης) -άρης· διαβατάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
διαβατάρης ο.
  • Περαστικός, οδοιπόρος:
    • μόνον αν απέρνα διαβατάρης (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 139ν).

[<ουσ. διαβάτης + κατάλ. άρης. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες