Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβαλκανικός -ή -ό [δiavalkanikós] Ε1 : που υπάρχει, που συμβαίνει, που διεξάγεται μεταξύ των χωρών των Bαλκανίων: Διαβαλκανική συνάντηση / διάσκεψη / φιλία / συνεργασία. Διαβαλκανικοί αθλητικοί αγώνες.
[λόγ. δια- + βαλκανικός]