Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβαθμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβαθμίζω [δiavaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κατατάσσω κτ. σε μια σειρά, σε μια κλίμακα σύμφωνα με κάποια κριτήρια, καθορίζω βαθμό: Tο έγγραφο είναι διαβαθμισμένο ως απόρρητο.

[λόγ. δια- βαθμ(ός) -ίζω μτφρδ. γαλλ. graduer, classifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες