Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβαίνω [δjavéno] Ρ αόρ. διάβηκα, προστ. διάβα, απαρέμφ. διαβεί : (λογοτ.) 1. (τοπ.) διασχίζω έναν τόπο, περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο: Διάβηκαν το ποτάμι / τη γέφυρα / το δάσος. ΠAΡ Aν έχεις τύχη* διάβαινε και ριζικό περπάτει. 2. (χρον.) α. περνώ, κυλώ: Tα χρόνια διαβαίνουν γρήγορα. β. έχω κάποιο τέλος, παρέρχομαι, παύω να υπάρχω: Οι πόνοι / οι καημοί διαβαίνουν.
[αρχ. διαβαίνω (αρχική σημ.: `στέκομαι με τα σκέλια ανοιχτά΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαβαίνω· διαβαίννω· αόρ. εδιάβηνα· μτχ. διαβαιννομένος· διαβαίννοντα· διαβαίνοντα· διαβόντα· διαβών.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Περνώ κ.:
- ύστερον ηθέλησεν τειχιόν να διάβει πάλιν (Αχέλ. 2122)·
- (μεταφ.):
- πότε τον πύργον της ζωής να εδιάβηκες, καρδία …; (Λίβ. N 1253)·
- φρ. διαβαίνει η βουλή κάπ. να κάνει κ. = περνά από το μυαλό κάπ. να κάνει κ.:
- (Πικατ. 415)·
- β) προσπερνώ:
- την καλήν την νιαν διαβαίνω, χαιρετώ την (Ch. pop. 227).
- α) Περνώ κ.:
- 2) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
- άτεκνοι εδιάβησαν τους χρόνους (Ιμπ. 42).
- 3)
- α) Διατρέχω:
- (Λίβ. Esc. 3992)·
- εδιάβηκα χώρας των Αιθιόπων (Διγ. Esc. 545)·
- β) περπατώ, βαδίζω:
- την στράταν εδιέβαινα θλιμμένος (Λίβ. P 2615).
- α) Διατρέχω:
- 4) Φρ.
- α) διαβαίνω εις την στράτα, την οδόν = φεύγω:
- (Πεντ. Αρ. XXIV 25), (Χρον. Μορ. H 1567)·
- β) διάβαινε την στράτα σου = φύγε, εξαφανίσου:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 731)·
- γ) διαβαίνω την στράταν = (προκ. για πλοίο) ταξιδεύω:
- (Ιμπ. (Legr.) 746).
- α) διαβαίνω εις την στράτα, την οδόν = φεύγω:
- 5) Αντιπαρέρχομαι, παραλείπω κ.:
- Ημπόρουν διά την φυλακήν να γράψω ακόμη και άλλα, αμή … διαβαίνω και περνώ τα (Σαχλ., Αφήγ. 485).
- 6) Παραβαίνω:
- από την μισητείαν διαβαίννουν την εντολήν του Θεού (Μαχ. 25413).
- 7)
- α) Ξεπερνώ, υπερβαίνω κάπ. ή κ.:
- αγάπη οπού αγάπαν τον σιρ Τιπάτ ήτον τόσον πολλά, ότι εδιάβαιννεν όλες τες αγάπες (Μαχ. 56837)·
- β) (προκ. για νόμισμα) ξεπερνώ, υπερβαίνω:
- ό,τι έκλεψεν ουδέν διαβαίννει έναν μάρκον ασήμιν (Ασσίζ. 23116).
- α) Ξεπερνώ, υπερβαίνω κάπ. ή κ.:
- 8) Υφίσταμαι:
- άφωνοι, δίχως ομιλιάν διαβαίνουν το μαγκούριν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 207).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) Περνώ:
- σπαχήδες και γιανίτσαροι αμέτρητοι διαβήκαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27230).
- 2)
- α) (Προκ. για χρόνο, εποχή, κλπ.) περνώ:
- (Φορτουν. Ιντ. δ´ 87), (Σκλάβ. 119)·
- β) περνώ τον καιρό μου, ζω:
- Γροίκα καλά τά λέγουσιν, διάβαινε με αγάπην (Σπαν. O 104· Προδρ. IV 590).
- α) (Προκ. για χρόνο, εποχή, κλπ.) περνώ:
- 3)
- α) (Προκ. για έδεσμα) προσφέρομαι:
- Πρώτον διαβαίνει το εκζεστόν (Προδρ. IV 172)·
- β) (προκ. για φαγητό) περνώ (από το λάρυγγα):
- εις τον λαιμόν του δράκοντος έσωθεν να διαβαίνει (Λόγ. παρηγ. O 543).
- α) (Προκ. για έδεσμα) προσφέρομαι:
- 4) Πηγαίνω:
- (Ερωφ. Πρόλ. 70)·
- Εκεί ομπροστά σταμάτησε και μη διαβείς παρέκει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [944])·
- (προκ. να δηλωθεί ευχή ή κατάρα):
- Διαβάτε ουν και σεις μ’ αυτόν εις την καλήν την ώραν (Κορων., Μπούας 24)·
- έφυγεν και εδιάβηκεν εις την Θεού κατάραν (Χρον. Μορ. H 3931)·
- (μεταφ.):
- του νου μου κι όπου να διαβεί ’κλουθά του (Κυπρ. ερωτ. 2510)·
- φρ. διαβαίνω εις το καλό = καταστρέφομαι, χάνομαι:
- (Διήγ. ωραιότ. 530).
- 5)
- α) Φεύγω:
- πρώτα να λάβω θάνατον … παρά να διάβω απεδώ (Χρον. Μορ. H 8397)·
- (μεταφ.):
- οι ψυχές εδιάβησαν με τόσην ψαλμωδίαν (Αχέλ. 1112)·
- β) φρ. διαβαίνω απομπρός κάπ., βλ. απεμπρός Φρ. 1·
- γ) (προκ. για πλοίο) αποπλέω:
- (Τρωικά 53321)·
- δ) επιβιβάζομαι (σε πλοίο):
- εις αυτό (ενν. το καράβι) εδιέβηκεν (Χρον. Μορ. H 1304).
- α) Φεύγω:
- 6)
- α) Πεθαίνω, σκοτώνομαι:
- (Μαχ. 47819)·
- πολύς λαός εδιάβηκε με τον πικρόν τον φόνον (Αχέλ. 444)·
- β) φρ. διαβαίνει η ζωή κάπ. = πεθαίνει κάπ.:
- (Αλεξ. 1393)·
- γ) φρ. διαβαίνω από σπαθί = σφάζομαι:
- (Αγν., Ποιήμ. Α´ 16)·
- δ) φρ. διαβαίνω εκ τον κόσμον, εις την γην, στον θάνατον = πεθαίνω:
- (Χρον. Μορ. H 7760), (Βοσκοπ. 364), (Αχέλ. 1865)·
- ε) φρ. διαβαίνω εις τον ύπνον = κοιμάμαι:
- (Σαχλ. N 94).
- α) Πεθαίνω, σκοτώνομαι:
- 7)
- α) (Προκ. για γεγονός) παρέρχομαι, περνώ:
- (Μαχ. 32220)·
- β) εξαφανίζομαι, δεν υφίσταμαι πια:
- Η γούλα κάστρη καταλεί και μετ’ αυτά διαβαίνει (Δεφ., Λόγ. 231· Φορτουν. Ε´ 282)·
- γ) χάνομαι, εξαφανίζομαι:
- διαβαίνει το λογάριον και συ το πάθος έχεις (Σπαν. A 545).
- α) (Προκ. για γεγονός) παρέρχομαι, περνώ:
- 8)
- α) Βαδίζω, περπατώ, προχωρώ:
- Γάδαρος κι ένα άλογον αντάμα επηγαίναν, μαζί με τον αφέντη τους οι δύο διαβαίναν (Αιτωλ., Μύθ. 1242· Κυπρ. ερωτ. 1223)·
- β) προχωρώ, ορμώ (επιθετικά):
- ο Μιχάλης διάβηκεν κατά της Μπογδανίας (Παλαμήδ., Βοηβ. 900).
- α) Βαδίζω, περπατώ, προχωρώ:
- 9) (Προκ. για βαθμούς ιεραρχίας με εμπρόθ. προσδ.) ανέρχομαι:
- να διαβεί από τους βαθμούς όλου του ιερατικού (Βακτ. αρχιερ. 185).
- 10) Θεωρούμαι:
- (Χρον. Τόκκων 2236).
- 11) Διαβιβάζομαι:
- Το δε πραχθέν στον βασιλιά μετέπειτα εδιέβη (Κορων., Μπούας 93).
- 12) (Τριτοπρόσ., προκ. για γεγονός) συμβαίνει:
- εγύρεψε να μάθει το πράμαν πώς εδιάβην (Μαχ. 21020).
- 13) Προχωρώ· αναφέρομαι:
- η γαρ τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει (Σφρ., Χρον. 1864).
- 14) Καταντώ:
- σα να ’χεν είσται (ενν. το σπαθί) κέρινο, τέτοιας λογής διαβαίνει (Ερωτόκρ. Δ´ 1763).
- 15) Φρ. διαβαίνει ο νους κάπ. = χάνει κάπ. τα λογικά του:
- (Διήγ. Αλ. V 25).
- 16) (Προκ. για δικαστήριο) λειτουργώ:
- (Μαχ. 1428).
- 17) Περιέρχομαι:
- εμέρασε την βασιλεία του και εδιάβη εις πολλά χέρια (Χρον. σουλτ. 5319).
- 18) Φρ. διαβαίνω εις το αλαφρόν, βλ. αλαφρός 5α.
- 1) Περνώ:
- Η μτχ. διαβαιννομένος ως επίθ. = προκάτοχος:
- κανένας σουλτάνος διαβαιννομένος σου εποίκεν τιτοίον πράμαν (Μαχ. 1842).
[αρχ. διαβαίνω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.