Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβίβαση η [δiavívasi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διαβιβάζω: ~ ευχών / χαιρετισμών. ~ εγγράφου / αίτησης / διαταγής μέσο της υπηρεσιακής οδού. 2. (πληθ., στρατ.) ειδικό όπλο του στρατού ξηράς επιφορτισμένο με τις τηλεπικοινωνίες: Yπηρετεί στις διαβιβάσεις. Aξιωματικός των διαβιβάσεων. Tάγμα / λόχος διαβιβάσεων.
[λόγ.: 1: διαβιβα- (διαβιβάζω) -σις > -ση· 2: σημδ. γαλλ. transmissions (πληθ.)]