Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβάλλω [δiaválo] -ομαι Ρ πρτ. διέβαλλα, αόρ. διέβαλα, απαρέμφ. διαβάλει, παθ. αόρ. διαβλήθηκα, απαρέμφ. διαβληθεί : κατηγορώ κπ. σε τρίτους ψευδώς και με ύπουλο τρόπο: Mε διαβάλλει διαρκώς στους συναδέλφους μου. Συνεχώς διαβάλλει και συκοφαντεί τους αντιπάλους του.
[λόγ. < αρχ. διαβάλλω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαβάλλω· διαβάλνω.
-
- Συκοφαντώ, δυσφημώ:
- (Ιστ. πατρ. 943).
[αρχ. διαβάλλω. Η λ. και σήμ.]
- Συκοφαντώ, δυσφημώ: