Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβάζω [δjavázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. διαβασμένος κυρίως στις σημ. I2, 3 : I1α. διατρέχω με τα μάτια ένα κείμενο αναγνωρίζοντας τα γραπτά σύμβολα που το συνθέτουν: ~ τα γράμματα / τους αριθμούς. Δεν μπορεί να διαβάσει χωρίς γυαλιά. H επιστολή είναι κακογραμμένη και δε διαβάζεται. β. έχω την ικανότητα να κατανοήσω τη σημασία, το περιεχόμενο ενός γραπτού κειμένου: Tο παιδί μαθαίνει να διαβάζει. Ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Διαβάζει αγγλικά αλλά δεν τα μιλάει. 2α. διατρέχω ένα κείμενο και αποκτώ γνώση του περιεχομένου του: Διάβασα με προσοχή το γράμμα / το άρθρο / το βιβλίο. Διάβασες εφημερίδα σήμερα; Mην υπογράφεις πριν να διαβάσεις τι γράφει. Συνηθίζει να διαβάζει πριν να κοιμηθεί. Ένας σωρός από παλιά, διαβασμένα περιοδικά. || Aυτό το βιβλίο διαβάστηκε πολύ φέτος, είχε πολλούς αναγνώστες. || ~ διαγωνίως, διατρέχω ένα κείμενο γρήγορα συγκρατώντας το γενικό νόημα (και όχι τις λεπτομέρειες). β. μελετώ: Έχει διαβάσει Mαρξ / φιλοσοφία / αρχαίους συγγραφείς. || Είναι διαβασμένος, για κπ. που έχει πλούσια, σε βάθος γνώση, μόρφωση, κατάρτιση. γ. (για μαθητή) γ1. μελετώ: Aν δε διαβάσεις, δε θα πετύχεις στις εξετάσεις. Άλλοτε πηγαίνει στο σχολείο διαβασμένος και άλλοτε αδιάβαστος. γ2. (προφ.) προγυμνάζω, βοηθώ κπ.: Tον διαβάζει ο πατέρας του. 3α. εκφωνώ ένα κείμενο για να κάνω γνωστό το περιεχόμενό του σε τρίτους: Διάβασέ μου ένα παραμύθι / την εφημερίδα / το ωροσκόπιό μου. Tο κείμενο του ψηφίσματος διαβάστηκε στους συγκεντρωμένους. β. (για ιερέα) αναπέμπω ευχές, εξορκισμούς (από ιερά βιβλία): Έφεραν παπά να τον διαβάσει. Θάφτηκε χωρίς να τον διαβάσει παπάς. II. (μτφ.) βρίσκω ένα κρυμμένο νόημα, ερμηνεύω κτ. στηριγμένος σε εξωτερικά στοιχεία. α. μαντεύω: ~ το μέλλον στα άστρα / στις γραμμές της παλάμης. β. διαβλέπω, διαπιστώνω κτ.: ~ στα μάτια σου πως μου λες ψέματα / πως δε μ΄ αγαπάς. ΦΡ ~ βουλωμένο* / κλειστό γράμμα. ~ πίσω / ανάμεσα από τις γραμμές*.

[μσν. διαβάζω `υπαγορεύω, απαγγέλλω, διαβάζω΄ < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω΄ με απλολ. [viva > va] ]

[Λεξικό Κριαρά]
διαβάζω· παρατ. εδιέβαζα· αόρ. διέβασα· εδιέβασα· προστ. διέβασεν.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Διαβάζω:
        • Ο γενεράλες τες γραφές πιάνει και τες διαβάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51415
        • (μεταφ.):
          • Η Αρετούσα εδιάβασε στα μάτια του ό,τι χώνει (Ερωτόκρ. Β´ 2293
      • β) φρ. διαβάζω διδασκαλία = διδάσκομαι:
        • (Μαχ. 6421
      • γ) μελετώ, σπουδάζω:
        • έπεσε εις την φιλοσοφίαν και εδιάβαζε (Χρον. σουλτ. 14232).
    • 2)
      • α) Ψάλλω:
        • Διαβάζουσι (ενν. οι παπάδες) και λειτουργού (Διήγ. ωραιότ. 223
      • β) (προκ. για νεκρό) διαβάζω, ψάλλω τη νεκρώσιμη ακολουθία:
        • (Χρον. σουλτ. 282).
    • 3)
      • α) (Προκ. για τόπο) περνώ:
        • Τα ορεινά τα δύσκολα διαβάζεις τα ως βρούλον (Λόγ. παρηγ. L 259
      • β) περνώ κάπ. από ένα μέρος σε άλλο:
        • (Χρον. Μορ. H 5046
        • διά να με πάρουν την αυγήν, να με διαβάσουν αποκεί (Ch. pop. 270
      • γ) περνώ από το λαιμό μου, καταπίνω:
        • το νερό που πα να πιω δεν ημπορώ διαβάσειν (Περί ξεν. 243).
    • 4)
      • α) Οδηγώ, μεταφέρω κάπ. ή κ.:
        • να μη διαβάσουν γέννημα ποσώς εις την Γλαρέντζαν (Χρον. Τόκκων 3617
      • β) (προκ. για πράγμα) φέρνω:
        • εκόψανε το κεφάλι του … και το διαβάσανε του σουλτάν Μουράτη (Χρον. σουλτ. 7321).
    • 5)
      • α) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
        • (Κυπρ. ερωτ. 10315
        • με χόρτον και νερόν διαβάζω την ζωήν μου (Χούμνου, Κοσμογ. 815
      • β) (αμτβ.) περνώ τον καιρό μου:
        • Το καλοκαίρι εδιάβαζεν εις την πόλιν Γιαννίνων (Χρον. Τόκκων 3315).
    • 6) Νιώθω, αισθάνομαι, δοκιμάζω:
      • (Μαχ. 747
      • η ρήγαινα εδιάβασεν μέγαν φόβον (Βουστρ. 3104).
    • 7) Υφίσταμαι, υποβάλλομαι (σε κ.):
      • αν θελήσει να διαβάσει καμμίαν κρίσιν (Ασσίζ. 20623).
    • 8) Υποφέρω:
      • όσα διαβάζει δεν νιώθει ο θλιμμένος (Κυπρ. ερωτ. 208).
    • 9) Δίνω, προσφέρω:
      • πολλά χαρίσματα του εδιαβάσανε (Χρον. σουλτ. 9735).
    • 10)
      • α) Δίνω διέξοδο (σε κ.):
        • εκεί τον θυμόν σου να διαβάσεις (Ιατροσ. 1817
      • β) (προκ. για δίψα) σβήνω:
        • να πιει εκ το νερόν, την δίψαν να διαβάσει (Χούμνου, Κοσμογ. 1235).
    • 11) Αποβάλλω (ως περίττωμα):
      • ο σπανός … κακά πολλά εδιέβασεν πρασινοκόκκινα (Σπανός A 351).
    • 12) (Προκ. για κόπο) καταβάλλω:
      • εθέλαν διαβάσειν μέγαν κόπον να το σύρουν (Μαχ. 3226).
    • 13) (Προκ. για αγγαρεία) κάνω, εκτελώ:
      • δεν υποτάσσουνταν ουδέ του καστελλάνου, … ουδέ αγγάριον εδιαβάζαν (Μαχ. 4302).
    • 14) Κάνω κάπ. να χάνει τον καιρό του με λόγια, απασχολώ:
      • Με λόγια μάς εδιάβαζεν, την ρόγαν μας απήρεν (Χρον. Μορ. H 5281).
    • 15) Δεν κάνω κ. μέσα στις νόμιμες προθεσμίες:
      • εδιάβασεν καιρόν νόμου (Ασσίζ. 25913).
    • 16) Φρ. τα διαβάζω = ελέγχω:
      • Ας δω είντα θέλει ο φαφλατάς, μήμπα μου τα διαβάσει (Στάθ. Α´ 170).
    • 17) Διαπερνώ:
      • εσκοτώσαν τους και τους ομπρός εδιαβάσαν τους εις το σπαθίν (Μαχ. 66412).
  • II. Μέσ.
    • 1) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
      • (Φαλλίδ. 70).
    • 2) Φεύγω, πηγαίνω:
      • δεν τους έσωσαν, γιατ’ ήσαν διαβασμένοι (Κορων., Μπούας 130).
  • Η μτχ. ενεστ. διαβαζόμενες (ενν. μέρες) ως ουσ. = οι περασμένες μέρες:
    • Μια εκ τες διαβαζόμενες επήγεν να γυρέψει (Χούμνου, Κοσμογ. 251).
  • Η μτχ. παρκ. τα διαβασμένα ως ουσ. = τα περασμένα:
    • Εγώ δεν λέγω, δεν λαλώ ’ς τούτα τα διαβασμένα (Ch. pop. 489).

[<διαβιβάζω. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες