Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαίσθηση η [δiésθisi] Ο33 : απροσδιόριστη γνώση αυτού που δεν μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική ή αυτού που δεν υπάρχει ακόμη, η έκτη αίσθηση· (πρβ. ενόραση): Γυναικεία ~. H διαίσθησή μου μου λέει ότι είναι τίμιος. H διαίσθησή μου δε με γελάει ποτέ.
[λόγ. < ελνστ. διαίσθη(σις) `σαφής αντίληψη΄ -ση σημδ. γαλλ. intuition]