Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διήθημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διήθημα το [δiíθima] Ο49 : υγρό που προέρχεται από διήθηση.

[λόγ. < ελνστ. διήθημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες