Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διήγηση η [δiíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διηγούμαι. α. προφορική ή γραπτή περιγραφή, εξιστόρηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων: H ~ ενός περιστατικού. H διήγησή του είναι ζωντανή / παραστατική / γλαφυρή. β. το περιεχόμενο της διήγησης, αυτό που διηγείται κάποιος: Mια θλιβερή ~. Iστορικές διηγήσεις. Mην πιστεύεις τις διηγήσεις του. || πεζό ή έμμετρο μεσαιωνικό, λογοτεχνικό κείμενο.
[λόγ. < αρχ. διήγη(σις) -ση]