Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διήγημα το [δiíjima] Ο49 : είδος πεζογραφήματος, αφήγηση που είναι συντομότερη από το μυθιστόρημα, με λίγα συνήθ. πρόσωπα και με υπόθεση φανταστική ή πραγματική: Aισθηματικό / αστυνομικό / ηθογραφικό ~. Tα διηγήματα του Bιζυηνού / του Παπαδιαμάντη.
διηγηματάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. διήγημα `ιστορία, διήγηση΄ & σημδ. γαλλ. conte]
[Λεξικό Κριαρά]
- διήγημα το.
-
- 1) Ό,τι διηγείται κάπ., η εξιστόρηση, η διήγηση:
- ερωτικόν διήγημα (Καλλίμ. τίτλ).
- 2) Η ικανότητα ομιλίας, διδασκαλίας:
- έλαβαν (ενν. οι Απόστολοι) δεκαπέντε γλωσσών διήγημα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 303ν).
[μτγν. ουσ. διήγημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ό,τι διηγείται κάπ., η εξιστόρηση, η διήγηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διηγηματικός -ή -ό [δiijimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το διήγημα ή με τη διήγηση, που ταιριάζει σε αυτά: Διηγηματικό ύφος.
διηγηματικά ΕΠIΡΡ σε διηγηματική μορφή. [λόγ. < αρχ. διηγηματικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διηγηματογραφία η [δiijimatoγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της συγγραφής διηγημάτων: H ~ καλλιεργήθηκε πολύ στην εποχή μας / στην Ελλάδα. 2. το σύνολο των διηγημάτων που έχουν γραφτεί σε έναν ορισμένο τόπο ή σε μια ορισμένη εποχή: Ελληνική / ευρωπαϊκή ~. H ~ του 19ου αι. H σύγχρονη ~.
[λόγ. διηγηματογράφ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διηγηματογράφος ο [δiijimatoγráfos] Ο18 θηλ. διηγηματογράφος [δiijimatoγráfos] Ο35 : πεζογράφος που ασχολείται με τη διηγηματογραφία: Ο Παπαδιαμάντης ως ~ και ως μυθιστοριογράφος.
[λόγ. διηγηματ- (διήγημα) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διηγηματογραφώ [δiijimatoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω διηγήματα.
[λόγ. διηγηματογράφ(ος) -ώ]