Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διέρχομαι [δiérxome] Ρ αόρ. διήλθα, απαρέμφ. διέλθει : 1α. (λόγ.) περνώ από κάπου: H αμαξοστοιχία διέρχεται από τα σύνορα / από το σταθμό της Λάρισας. β. (μπε.) Διερχόμενη αμαξοστοιχία, που περνά από κάποιο συγκεκριμένο σταθμό. || (ως ουσ.) οι διερχόμενοι, ο κόσμος που περνά στο δρόμο· περαστικοί. Kέντρο* διερχομένων. 2. περνώ από κάποια φάση της ζωής ή της εξέλιξής μου: H οικονομία διέρχεται κρίση.
[λόγ. < αρχ. διέρχομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- διέρχομαι.
-
- (Με υποκ. τη λ. ποινή) επιβάλλομαι:
- πικρά … εις αυτόν διέλθῃ ποινή (Δούκ. 21320).
[αρχ. διέρχομαι]
- (Με υποκ. τη λ. ποινή) επιβάλλομαι: