Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διέπω [δiépo] -ομαι Ρ (λόγ.) (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (για νόμο ή για ό,τι έχει ισχύ νόμου) καθορίζω, ρυθμίζω: Οι γραπτοί νόμοι διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων. H ζωή διέπεται από φυσικούς νόμους. Θα αλλάξει το καθεστώς που διέπει το εξωτερικό εμπόριο. H αγάπη πρέπει να διέπει τη ζωή μας.
[λόγ. < αρχ. διέπω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διέπω.
-
- (Μέσ.) βρίσκομαι:
- Η χώρα της Εγρίπου διέπεται εις την άκραν του νησίου (Μηλ., Οδοιπ. 640).
[αρχ. διέπω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- (Μέσ.) βρίσκομαι: