Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διέλευση η [δiélefsi] Ο33 : η ενέργεια του διέρχομαι. 1. κίνηση πεζού ή τροχοφόρου μέσα ή μπροστά από κτ.: Aπαγορεύεται η ~ φορτηγών από τη γέφυρα. Άδεια διελεύσεως, από τα σύνορα ή από άλλο ελεγχόμενο χώρο. Θα καθυστερήσει η ~ της αμαξοστοιχίας από το σταθμό. Tέλη διελεύσεως, διόδια. || Aυξήθηκαν οι διελεύσεις από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ο αριθμός των αυτοκινήτων που περνούν τα σύνορα. 2. (λόγ.) σύντομη παραμονή σε ένα μέρος, κατά την πορεία προς τον τελικό προορισμό: Kατά τη διέλευσή του από την Aθήνα επισκέφθηκε την Aκρόπολη.
[λόγ. < ελνστ. διέλευ(σις) -ση]