Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διέγερση η [δiéjersi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διεγείρω. 1. η αντίδραση σε εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα και η κατάσταση της αυξημένης δραστηριότητας που δημιουργείται: H ~ του νευρικού συστήματος. Εγκεφαλική / σεξουαλική ~. ~ του ενδιαφέροντος / των συναισθημάτων οργής. || Σεισμική ~. || (ιατρ.) κατάσταση άγχους με έντονες κινητικές αντιδράσεις, που αποτελεί σύμπτωμα σε πολλές ψυχικές παθήσεις: Bρίσκεται σε διαρκή ~. 2. (φυσ.) δημιουργία μαγνητικού κυκλώματος για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος· ηλεκτρική διέγερση.
[λόγ.: 1: ελνστ. διέγερ(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. excitation]