Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάψευση η [δiápsefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαψεύδω. 1. δημόσια συνήθ. δήλωση με την οποία διαψεύδεται κάποιος ή κτ.: Έγινε ~ της είδησης, σύμφωνα με την οποία δύο υπουργοί θα παραιτηθούν. Έστειλα μια ~ στις εφημερίδες, για να αποκαταστήσω την αλήθεια. 2. εξέλιξη εντελώς διαφορετική από ό,τι αναμενόταν: Tραγική ~ των προσδοκιών μας. Ελπίζω στη ~ των απαισιόδοξων προβλέψεων.
[λόγ. < ελνστ. διάψευ(σις) `εξαπάτηση΄ -ση σημδ. γαλλ. démenti]