Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάχυση η [δiáxisi] Ο33 : (φυσ.) α. το φαινόμενο του διασκορπισμού των φωτεινών ή των θερμικών ακτίνων, που προκαλείται λόγω της ακανόνιστης ανάκλασής τους από ανώμαλες επιφάνειες. β. η αμοιβαία διείσδυση υγρών ή αερίων, που βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους, η οποία οφείλεται στη θερμική κίνηση των σωματιδίων τους: Οι ισχυροί άνεμοι συντελούν στη ~ των ρύπων στην ατμόσφαιρα.
[λόγ. < αρχ. διάχυ(σις) `σκόρπισμα υγρού΄ -ση σημδ. γαλλ. diffusion]