Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διάχρυσος, επίθ.
-
- Επίχρυσος, χρυσωμένος:
- Υπερνικών (ενν. οίκος) εις καλλονήν πολλήν του διαχρύσου (Διγ. Z 3818).
[αρχ. επιθ. διάχρυσος (DGE)· βλ. και LBG]
- Επίχρυσος, χρυσωμένος: