Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάφραγμα το [δiáfraγma] Ο49 : καθετί που διαχωρίζει. 1α. (ανατ.) μυς λεπτός σαν υμένας, που διαχωρίζει κοιλότητες ή όργανα του σώματος: Θωρακικό ~. || Ρινικό ~, χόνδρος που χωρίζει τη ρινική κοιλότητα. β. (βοτ.) τοίχωμα που χωρίζει σε λοβούς έναν καρπό (κάψα). 2. (τεχν.) εξάρτημα οργάνων που χρησιμεύει ως χώρισμα. α. μεμβράνη ορισμένων ακουστικών συσκευών που πάλλεται. β. ειδική αδιαφανής πλάκα με άνοιγμα μεταβλητής διαμέτρου από όπου εισέρχεται η κατάλληλη για φωτογράφιση ποσότητα φωτός: Ρύθμισε λίγο το ~. 3. ελαστική μεμβράνη που εισάγεται στο γυναικείο κόλπο, ως μέσο αντισύλληψης.
[λόγ.: 1α: αρχ. διάφραγμα· 1β, 2: σημδ. γαλλ. diaphragme (στη νέα σημ.) < υστλατ. diaphragma < αρχ. διάφραγμα· 3: σημδ. αγγλ. diaphragm (στη νέα σημ.) < υστλατ. diaphragma < αρχ. διάφραγμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαφραγματικός -ή -ό [δiafraγmatikós] Ε1 : (ανατ.) που έχει σχέση με το διάφραγμα.
[λόγ. διαφραγματ- (διάφραγμα) -ικός]