Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάφορος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάφορος -η -ο [δiáforos] Ε5 : (λόγ.) διαφορετικός. ANT ίδιος.

[λόγ. < αρχ. διάφορος]

[Λεξικό Κριαρά]
διάφορος (I) το.
  • 1) Κέρδος, ωφέλεια, συμφέρον:
    • θωρώντα τα κάτεργα πως διάφορος δεν είχαν (Βουστρ. 12819).
  • 2) Τόκος:
    • Δανεικόν ένι ένα πράγμα δομένον διά το διάφορος εκείνου (Ασσίζ. 2945).

[<ουσ. διάφορον. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διάφορος (II), επίθ.
  • 1) Διαφορετικός:
    • λαός πολύπλοκος εις διαφόρες γλώσσες (Χρον. Μορ. P 3841).
  • 2) Ποικίλος, διαφόρων ειδών:
    • διάφορα δενδρά (Λίβ. P 2724).
  • 3) (Συγκρ.) που αποδίδει περισσότερο κέρδος:
    • Άλλους τόπους … μεγαλοτέρους … και διαφοροτέρους (Κορων., Μπούας 53 (έκδ. διαφορε‑).)>

[αρχ. επίθ. διάφορος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες