Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάφανος -η -ο [δiáfanos] Ε5 : ΣYN διαφανής. 1. ως θετικός χαρακτηρισμός για κτ. πολύ λεπτό και ευαίσθητο ή εύθραυστο: Διάφανη επιδερμίδα / πορσελάνη. || διαυγής: Διάφανη ατμόσφαιρα. Tα διάφανα νερά του Aιγαίου πελάγους. 2. (μτφ.) που δεν κρύβει ή που δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα: H ζωή του ήταν πάντα διάφανη. Διάφανο βλέμμα, που δείχνει ειλικρίνεια.
διάφανα ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαφαν(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]