Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάστιχο το [δiástixo] Ο40 : η απόσταση ανάμεσα σε δύο συνεχόμενους στίχους ενός κειμένου: Mικρό / μεγάλο ~. || το σχετικό τυπογραφικό στοιχείο.
[λόγ. δια- στίχ(ος) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάστιχο(ν) το.
-
- (Στον πληθ.) διάστυλα (βλ. ά. ‑ον):
- τα βηλόθυρα και τα διάστιχα (Hagia Sophia ω 53624 κριτ. υπ).
[<πρόθ. διά + ουσ. στίχος· μήπως ορθότ. διάστοιχα; Η λ. στον Κουμαν. (‑α) και σήμ. (‑ο) με διαφορ. σημασ.]
- (Στον πληθ.) διάστυλα (βλ. ά. ‑ον):
[Λεξικό Κριαρά]
- διαστίχου, επίρρ.
-
- Έμμετρα:
- να σε την γράψ’, αφέντρα μου, (ενν. την ιστορίαν) διαστίχου απατός μου (Θησ. Πρόλ. [108]).
[<συνεκφ. διά στίχου]
- Έμμετρα: