Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάστημα το [δiástima] Ο49 : I. το κενό που υπάρχει ανάμεσα σε δύο: 1. χρονικά σημεία· χρονικό διάστημα: ~ λίγων λεπτών / ωρών / ημερών / μηνών / ετών. Mικρό / σύντομο ~. Έζησε για ένα μεγάλο ~ στο Παρίσι. (έκφρ.) σε όλο το ~ ή καθ΄ όλο το ~, σε όλη τη διάρκεια. (έκφρ.) κατά διαστήματα, κατά περιόδους, πότε πότε: Tον βλέπω / δουλεύει κατά διαστήματα. 2. τοπικά σημεία: ~ ενός μέτρου / χιλιομέτρου. Πυκνά / αραιά διαστήματα. Tα διαστήματα ανάμεσα στα γράμματα / στις λέξεις / στους στίχους. Tυπογραφικό ~. (έκφρ.) κατά διαστήματα, σε διάφορα σημεία: Ο δρόμος κατά διαστήματα είναι σκαμμένος. || (μουσ.): Tα διαστήματα του πενταγράμμου. ~ (μεταξύ) ήχων, η σχέση των συχνοτήτων τους. || (φυσ.) το τμήμα της τροχιάς που διανύει ένα κινητό σε ορισμένο χρόνο: Tο ~ ισούται με το χρόνο επί την ταχύτητα. II. ο χώρος πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, μέσα στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα· κοσμικό διάστημα: Έρευνα / κατάκτηση του διαστήματος. Aποστολή αστροναυτών στο ~. Tεχνητός δορυφόρος που κινείται στο ~.
[λόγ.: I: αρχ. διάστημα· II: σημδ. γαλλ. espace]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάστημα το· διάστημαν.
-
- 1) Απόσταση:
- εκ διαστήματος πολλού απέχουσαι αι τένται (Διγ. Z 2279)·
- το διάστημαν της Αμμοχούστου είναι κοντά (Μαχ. 43824).
- 2) Έκταση:
- το άπειρον διάστημα του δρόμου (Διγ. Z 899).
- 3) (Προκ. για χρόνο) ορισμένος χρόνος, χρονικό διάστημα:
- (Λίβ. Sc. 2296), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 513).
[αρχ. ουσ. διάστημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Απόσταση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαστημάνθρωπος ο [δiastimánθropos] Ο20α : 1. φανταστικό ανθρώπινο ον που προέρχεται από άλλο ουράνιο σώμα. 2. ο αστροναύτης.
[λόγ. διάστημ(α)II + άνθρωπος (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. αγγλ. space man]