Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάσπαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάσπαση η [δiáspasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασπώ. 1. χωρισμός ενός συνόλου σε μικρότερα τμήματα: H ~ ενός κόμματος / συνασπισμού / σωματείου. Kράτη που προήλθαν από τη ~ της Σοβιετικής Ένωσης. || στη λεξικογραφία, η ξεχωριστή λημματογράφηση ομόγραφων λέξεων. || (ψυχ.) ~ του εγώ. || (χημ.) ~ μιας χημικής ένωσης, αντίδραση από την οποία προκύπτουν απλούστερες ενώσεις ή στοιχεία. || (φυσ.) ~ του (πυρήνα του) ατόμου ή πυρηνική ~. 2. διακοπή της συνέχειας ή της ενότητας: Προσπάθεια για ~ του αποκλεισμού / του εχθρικού μετώπου. H ~ της εθνικής ενότητας.

[λόγ. < αρχ. διάσπα(σις) `βίαιος χωρισμός΄ -ση & σημδ. αγγλ. fission, disruption]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες