Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάσημο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάσημο το [δiásimo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : διακριτικό τίτλου ή διάκρισης, το οποίο έχει τιμητικό χαρακτήρα: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέδωσε στα τιμώμενα πρόσωπα τα σχετικά διάσημα.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διάσημος σημδ. γαλλ. insigne]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάσημος -η -ο [δiásimos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πολύ γνωστός, γιατί είχε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε ορισμένο τομέα: Ένας ~ πολιτικός / καλλιτέχνης / γιατρός. Ένα διάσημο όνομα. || διαβόητος: ~ διαρρήκτης / απατεώνας. Mια διάσημη εταίρα.

[λόγ. < αρχ. διάσημος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασημότητα η [δiasimótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του διάσημου ανθρώπου: Επιδιώκει τη ~. 2. ο διάσημος άνθρωπος: Θεωρεί τον εαυτό του ~. Στην τελετή για την έναρξη του φεστιβάλ κινηματογράφου συμμετείχαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες κι άλλες διασημότητες.

[λόγ. διάσημ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. célebrité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες