Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάρροια η [δiária] Ο27 : (ιατρ.) εντερική ανωμαλία που εκδηλώνεται με συχνές υδαρείς κενώσεις· ευκοιλιότητα: Έπαθε / έχει κάποιος ~.
[λόγ. < αρχ. διάρροια]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάρροια η.
-
- Διαρροή, διασκορπισμός:
- εφοβείτο γαρ μήπως … εις τον λοιπόν στρατόν γένηταί τις διάρροια και ρέψωσιν εις τον Χαλίλ (Δούκ. 2413).
[αρχ. ουσ. διάρροια. Η λ. και σήμ.]
- Διαρροή, διασκορπισμός: