Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάρρηξη η [δiáriksi] Ο33 : 1. παραβίαση κλειστού, ιδίως κλειδωμένου, χώρου, η οποία γίνεται συνήθ. με σκοπό την κλοπή: Έγινε ~ σε σπίτι / μαγαζί / τράπεζα. Kάνω ~. 2. (λόγ.) α. ρήξη1: ~ αιμοφόρων αγγείων / του ακουστικού τυμπάνου. β. διακοπή: ~ σχέσης. γ. (νομ.) ακύρωση: ~ συμφωνίας / συμβολαίου.
[λόγ. < ελνστ. διάρρηξις (-σις > -ση) `κομμάτιασμα΄ σημδ. γερμ. Εinbruch (δες στο διαρρήκτης)]