Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάπυρος -η -ο [δiápiros] Ε5 : (λόγ.) 1. πυρακτωμένος: H γη αρχικά ήταν μια διάπυρη μάζα. 2. (μτφ.) πολύ έντονος: Διάπυρη επιθυμία του ήταν να γίνει κληρικός. (εκκλ. έκφρ.) ~ προς Θεόν ευχέτης*.
[λόγ. < αρχ. διάπυρος]