Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάπλαση η [δiáplasi] Ο33 : 1. ηθική και πνευματική διαμόρφωση, διαπαιδαγώγηση: Στόχος του νέου καθεστώτος είναι η ~ ενός ανθρώπου νέου τύπου. || (επέκτ.): ~ του ήθους / του χαρακτήρα. 2. διαδικασία κατά την οποία παίρνει κτ. την οριστική του μορφή καθώς και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας: Σωματική ~. Φυσική / φυσιολογική ~. H σωστή σωματική ~ προϋποθέτει καλή διατροφή και άσκηση. || (γεωλ.) ~ στρωμάτων.
[λόγ. < ελνστ. διάπλα(σις) -ση]