Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάολος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
διάολος ο,
βλ. διάβολος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαολοστέλνω [δjaolostélno] -ομαι & διαβολοστέλνω [δjavolostélno] -ομαι Ρ αόρ. δια(β)ολόστειλα, απαρέμφ. δια(β)ολοστείλει, παθ. αόρ. δια(β)ολοστάλθηκα, απαρέμφ. δια(β)ολοσταλθεί : στέλνω κπ. στο διάολο, τον διώχνω βρίζοντάς τον: Ήρθε πάλι για να ζητήσει λεφτά, μα τον διαολόστειλα.

[διαολο-, διαβολο- + στέλνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες