Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάνος ο [δjános] Ο18 : (παρωχ.) η γαλοπούλα. (έκφρ.) φουσκώνει σαν ~, περηφανεύεται, κορδώνεται.
[εθν. Ινδιάνος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επακόλουθη απαλοιφή του [n] ]