Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάνοια η [δiánia] Ο27 λόγ. γεν. και διανοίας : 1. ο νους: Δημιουργική ~. || (νομ.) Προϊόν διανοίας, το πνευματικό δημιούργημα. (έκφρ.) έχω κτ. κατά ~, το σκέφτομαι. ούτε κατά ~
, δε σκέφτομαι να
ή δε συμβαίνει καθόλου κτ.: Ούτε κατά ~ να φύγω. Ούτε κατά ~ είμαι άρρωστος / είναι ο Γιώργος καλύτερος. (γνωμ.) να μην προτρέχει* η γλώσσα της διανοίας. 2. πολύ έξυπνος ή πνευματικά ικανός άνθρωπος: Οι διάνοιες της εποχής μας. Είναι κάποιος ~ στα μαθηματικά / μαθηματική ~.
[λόγ. < αρχ. διάνοια]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάνοια η· διανοία.
-
- Νους, μυαλό:
- (Κορων., Μπούας 51).
[αρχ. ουσ. διάνοια. Η λ. και σήμ.]
- Νους, μυαλό: