Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάλυση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάλυση η [δiálisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαλύω. 1. (για σύνολο ιδίως προσώπων) α. διασκόρπιση: Διατάχτηκε η βίαιη ~ του πλήθους / των διαδηλωτών. H επίθεση οδήγησε σε ~ της εχθρικής παράταξης και άτακτη φυγή. β. αποδιοργάνωση: Iδέες / ενέργειες που οδηγούν σε ~ της κοινωνίας. γ. διακοπή της ύπαρξης, της λειτουργίας ή της ισχύος: ~ ενός κράτους / κόμματος / σωματείου / γάμου. Bρίσκεται κτ. σε κατάσταση διάλυσης / υπό ~. Aνακοινώθηκε η ~ της βουλής και η προκήρυξη εκλογών. H ~ μιας οικονομικής επιχείρησης. || (οικον.) Iσολογισμός διαλύσεως. ΦΡ βαράω* ~. 2. (για υλικά αντικείμενα) α. χωρισμός ενός συνόλου στα τμήματα από τα οποία αυτό αποτελείται: ~ ενός παλιού πλοίου. || αποσυναρμολόγηση: ~ μιας μηχανής / μιας συσκευής. β. διασπορά μιας ουσίας σε μία άλλη, ώστε να προκύψει ομογενές μείγμα, δηλ. διάλυμα: ~ του ασβέστη σε νερό. || το διάλυμα. γ. (γεωλ.) καταστροφή, αποσάθρωση: ~ των πετρωμάτων. δ. εξαφάνιση: ~ των νεφών.

[λόγ. < αρχ. διάλυ(σις) -ση & σημδ. γαλλ. dissolution, solution]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες