Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάλυμα το [δiálima] Ο49 : ομογενές μείγμα δύο ή περισσότερων ξεχωριστών ουσιών που η σύστασή του είναι η ίδια σε οποιοδήποτε σημείο του: Στερεό / υγρό / αέριο ~. Πυκνό / αραιό ~. Kεκορεσμένο ~. Iδιότητες των διαλυμάτων.
[λόγ. διαλύ(ω) -μα μτφρδ. γαλλ. dissolution, solution (διαφ. το αρχ. διάλυμα `εξήγηση΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάλυμα το.
-
- 1) Ερμηνεία, εξήγηση:
- του Θεού διαλύματα (Πεντ. Γέν. XL 8).
- 2) Υπόσχεση:
- το διάλυμα των χειλιών της ος έδεσεν ιπί την ψυχή της (αυτ. Αρ. XXX 9).
[<διαλύω + κατάλ. ‑μα. Πβ. λ. ‑σμα στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ερμηνεία, εξήγηση: