Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάλεξη η [δiáleksi] Ο33 : προφορική ανάπτυξη ενός θέματος επιστημονικού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, πολιτικού κτλ., που γίνεται μπροστά σε ακροατήριο: Tο Πανεπιστήμιο οργανώνει σειρά διαλέξεων που θα δώσουν / θα κάνουν διακεκριμένοι επιστήμονες / γνωστοί λογοτέχνες. Δόθηκε ~ με θέμα
Aίθουσα διαλέξεων.
[λόγ. < ελνστ. διάλεξις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `επιχειρηματολογία΄]