Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάλεκτος η [δiálektos] Ο36 : ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή με σημαντικές διαφορές από την κοινή στην προφορά, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο, που δε θεωρείται όμως διαφορετική γλώσσα: Kυπριακή / ποντιακή / τσακώνικη ~. || Mιλάει στη ρουμελιώτικη διάλεκτο, ιδίωμα. || ποικιλία μιας γλώσσας: H αρχαία ελληνική γλώσσα παρουσιάζεται εξαρχής χωρισμένη σε διαλέκτους, από τις οποίες οι κυριότερες ήταν η ιωνική, η αττική, η αιολική και η δωρική.
[λόγ. < ελνστ. διάλεκτος, αρχ. σημ.: `κοινή γλώσσα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάλεκτος η· διάλεχτος.
-
- 1) Η γλώσσα που μιλιέται από το λαό:
- κεφάλαιον … εις κοινήν διάλεχτον (Ασσίζ. 2625).
- 2) Η γλώσσα μιας χώρας, ενός έθνους:
- επιστάμενον ακριβώς την των Αράβων διάλεκτον (Έκθ. χρον. 4114).
[αρχ. ουσ. διάλεκτος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Η γλώσσα που μιλιέται από το λαό:
[Λεξικό Κριαρά]
- διαλεκτός, επίθ.· διαλεχτός.
-
- Εκλεκτός, διαλεχτός, έξοχος:
- είχεν και Φράγκους διαλεκτούς, έμορφα παλληκάρια (Χρον. Τόκκων 1631).
[<διαλέγω. Η λ. τον 9. αι. (LBG). O τ. και σήμ.]
- Εκλεκτός, διαλεχτός, έξοχος: